- ἀσκοπυτίνη
- ἀσκοπῡτίνη [ῑ], ἡ,A leathern canteen, Antiph.150, Men.266, LXX Ju. 10.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ασκοπυτίνη — ἀσκοπυτίνη, η (Α) δερμάτινο παγούρι για κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασκός + πυτίνη, η «μπουκάλα, νταμιτζάνα»] … Dictionary of Greek
ἀσκοπυτίνη — leathern canteen fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκοπυτίνην — ἀσκοπυτίνη leathern canteen fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασκός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 1.493 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στα δυτικά των υψωμάτων της Βόλβης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σόχου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ.… … Dictionary of Greek
ՀԱԴԱՂԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0002 Chronological Sequence: Early classical գ. ἁσκοπυτίνη lagena vimine inducta, vas nexum e surculis. Անօթ գինւոյ որպէս տիկ փոքրիկ. եւ այն ըստ յն. պրտուով պատեալ. որպէս Քիաշխա. կամ խըսրով պատած գինիի աման. *Ետ ցաղախին իւր զմախաղն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)